- δικεροτρίκερα
- τασύνολο δύο εκκλησιαστικών κηροπηγίων με δύο και τρία κεριά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.